Ποσότητα και ποιότητα διδασκαλίας βάσει μαθηματικών εξισώσεων: Διαδρομή από τα Αμφιθέατρα του Πανεπιστημίου έως τα Δημοτικά ή Νηπιαγωγεία


Σταμάτης Γαργαλιάνος

Εισαγωγή
Οι καθηγητές διδασκαλίας δράματος στα Πανεπιστήμια γνωρίζουν ότι τα μαθήματά τους πρέπει να προσανατολίζονται σε δύο συγκεκριμένες ηλικίες: το ένα των μαθητών ηλικίας 18 έως 25 ετών (μερικές φορές περισσότερο από αυτό) και το άλλο των νέων μαθητών στα δημοτικά σχολεία. Το πρώτο επίπεδο διδασκαλίας (ηλικίας 18 έως 25 ετών) προσφέρεται στους φοιτητές που πρόκειται να διδάξουν, μερικά χρόνια αργότερα, στα δημοτικά σχολεία (δεύτερο επίπεδο διδασκαλίας – μαθητές 6 έως 18 ετών). Έτσι, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές πρέπει πάντα να έχουν κατά νου ότι οι γνώσεις που προσφέρονται στους μαθητές τους θα μεταδοθούν αργότερα στους μαθητές των προαναφερθέντων ηλικιών. Κατά συνέπεια, πρέπει να προσαρμόσουν τις θεωρίες και την πρακτική τους σε δύο κοινά ηλικιών. Έτσι, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά κανείς ότι κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας σε αμφιθέατρα πανεπιστημίων, όλες οι ασκήσεις δράματος και θεατρικών έργων πρέπει να είναι κατάλληλες όχι μόνο για τους φοιτητές, αλλά και για τους αυριανούς μαθητές.

Πρώτες εξισώσεις

Εξετάζουμε εδώ την ποσότητα των γνώσεων που μεταδίδονται από ένα επίπεδο (πανεπιστημιακοί καθηγητές) στο άλλο (φοιτητές) και, κατά συνέπεια, στον τρίτο (μαθητές).  ΄Ετσι έχουμε :                   

                                      Q-Kpr > Q-Ks > Q-Kpu

όπου το “Q” σημαίνει τη λέξη “Ποσότητα”, το “K” σημαίνει γνώση, το “pr” για τον “καθηγητή”, το “s” για τους μαθητές, το pu για τους μαθητές.

  Η παραπάνω εξίσωση σημαίνει ότι οι γνώσεις που προσφέρονται από τους καθηγητές στα πανεπιστήμια είναι πάντα μεγαλύτερες από αυτές των φοιτητών τους. Σημαίνει, επίσης, ότι η γνώση των φοιτητών είναι πάντα μεγαλύτερη από αυτή των μαθητών. Σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα προσπαθούμε πάντα να βελτιώνουμε αυτή την κατάσταση και να εξισώνουμε τα διαφορετικά επίπεδα γνώσης.

   Προκειμένου να προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο παρατήρησης, κατά την περίοδο Οκτώβριος 2018-Μάρτιος 2019. Ζητήσαμε από 23 (είκοσι τρεις) καθηγητές να μας επιτρέψουν να παρακολουθήσουμε τα μαθήματά τους. Μετά από αυτό, δημιουργήσαμε αντίστοιχα φύλλα παρατήρησης όπου σημειώσαμε αυτό που είδαμε σε αυτές τις τάξεις: γνώση των καθηγητών, τρόποι μετάδοσης, επίπεδο συμμετοχής των φοιτητών, αλλά και μαθητών.

    Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι τα δύο πρώτα μέρη (καθηγητές – φοιτητές) κατανοούν τα καθήκοντά τους στην μετάδοση και έτσι προσπαθούν να προσαρμόσουν τις γνώσεις τους στην ηλικία που έχουν μπροστά τους στις τάξεις. Πρέπει να θυμούνται ότι διδάσκουν σε φοιτητές ή μαθητές που είναι αναγκαίο, αρχικά για να τις καταλάβουν. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρέπει να γνωρίζουν ότι η ποσότητα και η ποιότητα της Γνώσης που έχουν λάβει από τα πανεπιστήμια που σπούδαζαν είναι κατάλληλα για ορισμένες ηλικίες, όχι πάντα για εκείνη που έχουν μπροστά τους στις τάξεις. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι ακόμη και η ποσότητα δεν είναι κατάλληλη για τους φοιτητές/μαθητές που έχουν μπροστά τους. Αυτό σημαίνει ότι μαθαίνουν περισσότερο ή λιγότερο από την ποσότητα που απαιτείται για τις ηλικίες που πρέπει να διδάξουν.

    Η ποσότητα εδώ έχει δύο σημασίες: η πρώτη είναι μια από τις συνολικές γνώσεις που μεταδίδονται κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης ειδικότητας στα πανεπιστημιακά μαθήματα. Η δεύτερη είναι η γνώση που έχει οριστεί για μια ορισμένη ηλικία και ένα συγκεκριμένο σκοπό. Π.χ. ένας καθηγητής θεάτρου μαθαίνει ένα μεγάλο μέρος του γνωσιολογικού πεδίου του θεάτρου, αλλά μόνο ένα μέρος του είναι κατάλληλο για τη μεταγενέστερη διδασκαλία του σε μικρούς μαθητές μέσω των φοιτητών του. Έτσι, πρέπει να διερευνήσει την ποσότητα -όσο και την ποιότητα- όσων έλαβε και να αντλήσει από αυτά τα κεφάλαια που χρειάζεται για τη διδασκαλία του σε νέους φοιτητές.

    Από την άλλη πλευρά, η γνώση μεταδίδεται και μέσω βιβλίων που γράφονται από τους ίδιους προαναφερθέντες καθηγητές. Με αυτόν τον τρόπο, οι έννοιες της ποσότητας και της ποιότητας αφορούν αυτόν ακριβώς τον τρόπο μετάδοσης. Υπάρχουν βιβλία που γράφονται με  τρόπο τόσο «βαρύ», ώστε το περιεχόμενό τους να μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο από άλλους αξιόλογους καθηγητές. Η εξίσωση εδώ είναι η ακόλουθη:

                               Ql-Kb  >   C-Us  >   Ql-Upu

όπου Ql σημαίνει Ποιότητα, Kb Η Γνώση που γράφεται στα βιβλία, C η Δύναμη Κατανόησης, U η Κατανόηση, Ks η Γνώση των μαθητών, και Kpu η γνώση των μαθητών Δημοτικού. Η έννοια αυτής της εξίσωσης είναι ότι ακόμη και τα βιβλία που γράφονται από τους καθηγητές δεν βοηθούν τη μετάδοση της γνώσης στους φοιτητές ή τους μαθητές. Επιπλέον, τα βιβλία αποτελούν σοβαρό εμπόδιο σε αυτό το είδος μετάδοσης, καθώς δεν εξηγούν καλά τι θέλουν να μεταδώσουν οι καθηγητές αλλά περιπλέκουν ακόμα περισσότερο τις διαδικασίες διδασκαλίας.

Βιβλιογραφία

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *